ιδέα


ιδέα
Προφορά

Ετυμολογία
ιδέα αρχαία ελληνική ἰδέα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ιδέα

✦ το είδωλο ενός πραγματικού αντικειμένου που σχηματίζεται στο νου
✦ κάθε αφηρημένη έννοια
✦ γνώμη, κρίση ή υπόνοια: έχω την ιδέα πως δε θα ‘ρθει
✦ ιδεώδες, ιδανικό: η μεγάλη ιδέα του ελληνισμού
✦ εκτίμηση: ποια είναι η ιδέα σου γι’ αυτόν τον πίνακα;
✦ φρ. δεν έχω ιδέα, είμαι απληροφόρητος
✦ φρ. μια ιδέα, ασήμαντη ποσότητα, κάτι ελάχιστο

Συνώνυμα

Αντίθετα
πράξη
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.