ιβουάρ


ιβουάρ
Προφορά

Ετυμολογία
ιβουάρ └γαλλ┘ ivoir

Ερμηνεία
ιβουάρ

✦ άκλ. ανοιχτό μπεζ, το χρώμα του ελεφαντόδοντου
✦ (κ. ως επίθ.): κουρτίνες ιβουάρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.