ιέρεια


ιέρεια
Προφορά

Ετυμολογία
ιέρεια αρχαία ελληνική ἱέρεια, └θηλ┘ του ἱερεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ιέρεια

✦ γυναίκα στην υπηρεσία ειδωλολατρικής θεότητας: ιέρεια του Απόλλωνα – της Άρτεμης
(μτφ. ) γυναίκα αφοσιωμένη σε ορισμένο ιδανικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.