θλιμμένος


θλιμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
θλιμμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος θλίβομαι

Ερμηνεία
θλιμμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. βαθιά λυπημένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
χαρούμενος
Επιρρήματα
θλιμμένα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.