θηλάζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply θηλάζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/θηλάζω.mp3Ετυμολογίαθηλάζω αρχαία ελληνική θηλάζω Ερμηνεία└ρήμα┘ θηλάζω ✦ δίνω το μαστό για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ ✦ ρουφώ γάλα από τη θηλή του μαστού Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–