θεωρώ


θεωρώ
Προφορά

Ετυμολογία
θεωρώ αρχαία ελληνική θεωρῶ

Ερμηνεία
ρήμα θεωρώ -είς, -εί

✦ (λόγ.) βλέπω, κοιτάζω: η Μαρίνα είχε μείνει ολίγην έτι ώραν επί του καταστρώματος, θεωρούσα μετά θαυμασμού και φόβου την πάλην των στοιχείων (Αλ. Παπαδιαμάντης)
✦ νομίζω, υποθέτω, φρονώ: τον θεωρούσα φίλο μου – θεωρώ ότι η προσπάθεια θα αποβεί μάταιη
✦ ελέγχω και εγκρίνω έγγραφο: πρέπει να θεωρηθούν τα εντάλματα πληρωμής από την αρμόδια υπηρεσία
✦ δίνω έγγραφο σε αρμόδια υπηρεσία για να το εγκρίνει ώστε να είναι έγκυρο: πρέπει να θεωρήσω το διαβατήριό μου
✦ διαβάζω και εξετάζω κείμενο για να διορθώσω λάθη: δεν έχουν θεωρηθεί τα δοκίμια ακόμη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.