θεραπεύω


θεραπεύω
Προφορά

Ετυμολογία
θεραπεύω αρχαία ελληνική θεραπεύω

Ερμηνεία
ρήμα θεραπεύω

✦ υπηρετώ, φροντίζω, περιποιούμαι
✦ ασχολούμαι με ζήλο, καλλιεργώ
✦ νοσηλεύω, γιατρεύω
✦ επανορθώνω ζημία
(μτφ. ) ικανοποιώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.