θαυματουργώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply θαυματουργώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/θαυματουργώ.mp3Ετυμολογίαθαυματουργώ αρχαία ελληνική θαυματουργέω-ῶ Ερμηνεία└ρήμα┘ θαυματουργώ -είς, -εί ✦ κάνω θαύματα ✦ διαπρέπω στην εκτέλεση δύσκολου έργου ✦ κατορθώνω τα ακατόρθωτα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–