θαλπερός


θαλπερός
Προφορά

Ετυμολογία
θαλπερός θάλπος

Ερμηνεία
επίθετο┘ θαλπερός -ή, -ό

✦ ζεστός, που δίνει θάλπος, θερμότητα
(μτφ. ) παρήγορος, που περιθάλπει: θαλπερή αγκαλιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.