θαλασσώνω


θαλασσώνω
Προφορά

Ετυμολογία
θαλασσώνω αρχαία ελληνική θαλασσόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα θαλασσώνω

(μτφ. ) προκαλώ αναστάτωση, αταξία
✦ (ιδ. στη φρ.) τα θαλασσώνω, αποτυχαίνω πέρα για πέρα, τα κάνω θάλασσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.