θαλασσοκράτειρα


θαλασσοκράτειρα
Προφορά

Ετυμολογία
θαλασσοκράτειρα αρχαία ελληνική θαλασσοκράτωρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θαλασσοκράτειρα

✦ θηλ. θαλασσοκράτειρα (Κ θαλασσοκράτωρ, -ορος) ο κυρίαρχος των θαλασσών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.