θέση


θέση
Προφορά

Ετυμολογία
θέση αρχαία ελληνική θέσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θέση

✦ τοποθέτηση
✦ το μέρος όπου τοποθετούμε κάτι
✦ τόπος, τοποθεσία
✦ μικρό χώρισμα επίπλου
✦ κάθισμα σε μέσο συγκοινωνίας ή σε αίθουσα θεάματος
✦ πρόταση ή εισήγηση
✦ γνώμη, άποψη για ορισμένο θέμα
✦ η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κανείς: φρ. είμαι σε θέση, μπορώ
✦ υπηρεσία, υπαλληλική απασχόληση
✦ (μετρ.) μακρά ή τονισμένη συλλαβή
✦ (φιλοσοφ.) ζήτημα που χρειάζεται απόδειξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.