θέρμανση


θέρμανση
Προφορά

Ετυμολογία
θέρμανση αρχαία ελληνική θέρμανσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θέρμανση

✦ η αύξηση της θερμοκρασίας (ιδ. κλειστών χώρων με τεχνητά μέσα)
✦ κεντρική θέρμανση, το καλοριφέρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.