ηφαίστειο
Προφορά
Ετυμολογία
ηφαίστειο αρχαία ελληνική ἡφαίστειον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ηφαίστειο
✦ ρήγμα του γήινου φλοιού, που επικοινωνεί με βαθιά μαγματική μάζα και υπό ορισμένες συνθήκες επιτρέπει την έξοδο διάπυρου, ρευστού ή στερεού υλικού
✦ (μτφ. ) άτομο εκρηκτικής ιδιοσυγκρασίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–