ημερολόγιο
Προφορά
Ετυμολογία
ημερολόγιο μεταγενέστερη ελληνική ἡμερολόγιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ημερολόγιο
✦ σύστημα μετρήσεως του χρόνου κατά μονάδες, με βάση ορισμένα ουράνια φαινόμενα
✦ ημεροδείκτης
✦ βιβλίο όπου καταγράφονται χρονολογικά εμπορικές πράξεις ή χρήσιμα για επαγγελματική δραστηριότητα στοιχεία
✦ (λογοτ.) είδος προσωπικής βιογραφίας με χρονολογική τάξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–