ηθικό


ηθικό
Προφορά

Ετυμολογία
ηθικό αρχαία ελληνική ἠθικόν, └ουδ┘ του επιθέτου ἠθικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ηθικό

✦ η ψυχική δύναμη που κινεί τον άνθρωπο στη ζωή και στη δράση, ευψυχία: άριστο το ηθικό του στρατού μας – έχασε το ηθικό του (το θάρρος του)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.