ηγιασμένος


ηγιασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ηγιασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος αγιάζω

Ερμηνεία
ηγιασμένος

✦ -η, -ον μτχ. ως επίθ. αγιασμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ηγιασμένως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.