ζώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ζώνω ἔζωσα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ζώννυμι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ζώνω
✦ περισφίγγω με ζώνη
✦ (μτφ. ) κυκλώνω απειλητικά: ολούθε ο κίντυνος με ζώνει (Ι. Ζερβός)
✦ φρ. με ζώνουνε τα φίδια, κατέχομαι από έντονη ανησυχία
✦ (μέσ.) ζώνομαι, περιβάλλομαι, φορώ στη μέση: ζώνεται άρματα (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–