ζωογόνος


ζωογόνος
Προφορά

Ετυμολογία
ζωογόνος μεταγενέστερη ελληνική ζωογόνος

Ερμηνεία
ζωογόνος

✦ -α κ. -ος, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που ζωογονεί, που δίνει ζωή
(μτφ. ) που τονώνει ηθικά ή ψυχικά: ζωογόνος πηγή φωτός και κάλλους (Ι. Καρασούτσας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.