ζωντανό


ζωντανό
Προφορά

Ετυμολογία
ζωντανό └ουδ┘ του επιθέτου ζωντανός (βλ.λ.)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ζωντανό

✦ ζώο, κτήνος: το βράδυ γύρισε μοναχό το ζωντανό, φορτωμένο δυο κοφίνια (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.