ζωντανεύω


ζωντανεύω
Προφορά

Ετυμολογία
ζωντανεύω ζωντανός

Ερμηνεία
ρήμα ζωντανεύω

✦ ξαναφέρνω στη ζωή, ζωογονώ: ήταν σχεδόν καταδικασμένος, αλλά η κούρα τον ζωντάνεψε
(μτφ. ) περιγράφω ή απεικονίζω παραστατικά: το βιβλίο του ζωντανεύει τις μέρες του πολέμου
✦ (αμτβ.) ξαναγυρίζω στη ζωή
✦ αποκτώ ζωντάνια, ζωηρότητα: μόλις τη χτύπησε ο καθαρός αέρας, ζωντάνεψε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.