ζωηρός
Προφορά
Ετυμολογία
ζωηρός μεσαιωνική ελληνική ζωηρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ζωηρός -ή, -ό
✦ γεμάτος ζωή, ζωτικότητα
✦ δραστήριος
✦ απείθαρχος, άτακτος
✦ παράφορος
✦ γλεντζές
✦ (για πράγματα ή καταστάσεις) έντονος: ζωηρή συζήτηση – ζωηρό ενδιαφέρον – ζωηρό χρώμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αχνός, άτονος
Επιρρήματα
ζωηρά (Κ ζωηρώς)