ζω


ζω
Προφορά

Ετυμολογία
ζω αρχαία ελληνική ζῶ

Ερμηνεία
ζω

✦ ζεις, ζει ρ. (ζούσα, ἔζησα) βρίσκομαι στη ζωή
✦ διαμένω, κατοικώ: προτιμά να ζει στο χωριό
✦ πορίζομαι τα μέσα της συντήρησης: ζει με τη δουλειά του
✦ περνώ, πορεύομαι: ζει άνετα
✦ αποκτώ πείρα ορισμένων καταστάσεων: ζήσαμε τις δοκιμασίες της κατοχής – τα ζήσαμε και τα ξέρουμε
✦ διατρέφω, συντηρώ: καταδέχεται να τον ζει η γυναίκα του
✦ προστ. ζήτω (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα
πεθαίνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.