ζυμώνω


ζυμώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ζυμώνω μεσαιωνική ελληνική ζυμώνω

Ερμηνεία
ρήμα ζυμώνω

✦ ανακατώνω αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ύλη με νερό και πλάθω
✦ ανακατώνω οποιαδήποτε ύλη (π.χ. πηλό)
(μτφ. ) προετοιμάζω με διάφορες ενέργειες κάποια κατάσταση
✦ ζυμώνομαι, πλάθομαι, διαμορφώνομαι: έχει ζυμωθεί με τις φιλελεύθερες ιδέες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.