ζυμωτός


ζυμωτός
Προφορά

Ετυμολογία
ζυμωτός μεταγενέστερη ελληνική ζυμωτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ζυμωτός -ή, -ό

✦ ζυμωμένος με τα χέρια: ψωμί ζυμωτό
✦ (χημ.) που έχει υποστεί ζύμωση, ένζυμος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.