ζυμωτής


ζυμωτής
Προφορά

Ετυμολογία
ζυμωτής μεσαιωνική ελληνική ζυμωτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ζυμωτής

✦ θηλ. ζυμώτρα κ. ζυμώτρια εργάτης ειδικός για το ζύμωμα: τα κατάφερα να βγω φούρναρης και μάλιστα ζυμωτής (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.