ζουπάω


ζουπάω
Προφορά

Ετυμολογία
ζουπάω διοπίζω (= βγάζω τον οπό)

Ερμηνεία
ζουπάω

✦ κ. ζουπάω, -άς, -ά κ. ζουπίζω ρ. (ζούπ-ησα κ. -ισα, -ήχτηκα, -ιγμένος, -ισμένος) πιέζω, συνθλίβω, ζουλώ: να ζουπάω πού και πού κανένα μοσχομπίζελο (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.