ζουμί
Προφορά
Ετυμολογία
ζουμί μεσαιωνική ελληνική ζουμίν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ζουμί
✦ χυμός από στύψιμο ή βράσιμο φυτικής τροφής
✦ υγρό από το βράσιμο κρέατος
✦ (μτφ. ) συμπέρασμα, ουσία
✦ (μτφ. ) υλικό όφελος: η δουλειά δεν έχει ζουμί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–