ζουλώ


ζουλώ
Προφορά

Ετυμολογία
ζουλώ όψιμο μεσαιωνική ελληνική ζουλίζω

Ερμηνεία
ζουλώ

✦ -άς, -ά κ. ζουλίζω ρ. (ζούλ-ησα κ. -ηξα κ. -ισα κ. -ιξα, ζουλήχτηκα, ζουλιγμένος) συμπιέζω, συνθλίβω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.