ζιζάνιο


ζιζάνιο
Προφορά

Ετυμολογία
ζιζάνιο μεταγενέστερη ελληνική ζιζάνιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ζιζάνιο

✦ αγριόχορτο που εμποδίζει την ανάπτυξη των σιτηρών
(μτφ. ) πρόσωπο που αρέσκεται να προκαλεί δύσκολες καταστάσεις, σκανταλιάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.