ζεματίζω


ζεματίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ζεματίζω μεσαιωνική ελληνική ζεματίζω (= βράζω)

Ερμηνεία
ρήμα ζεματίζω

✦ περιχύνω με βραστό υγρό ή βυθίζω σε βραστό υγρό
✦ προξενώ εγκαύματα
(μτφ. ) τιμωρώ αυστηρά
✦ προκαλώ μεγάλη στενοχώρια
✦ (μέσ.) ζεματίζομαι, δοκιμάζω δυσάρεστη έκπληξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.