επόμενος
Προφορά
Ετυμολογία
επόμενος μτχ. ενεστ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ἕπομαι (= ακολουθώ)
Ερμηνεία
επόμενος
✦ -ενη, -ενο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) που έρχεται μετά, που ακολουθεί
✦ θηλ. η επομένη ως ουσ., η αυριανή μέρα
✦ φρ. ήταν επόμενο, ήταν φυσικό, αναμενόμενο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προηγούμενος
Επιρρήματα
επομένως