εποικοδομητικός
Προφορά
Ετυμολογία
εποικοδομητικός εποικοδομώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εποικοδομητικός -ή, -ό
✦ που αναφέρεται ή συντελεί στην εποικοδόμηση
✦ που συντελεί στην προαγωγή μιας υποθέσεως, στην επίτευξη ενός σκοπού: το πρόβλημα δε λύθηκε, ωστόσο η συζήτηση υπήρξε εποικοδομητική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
εποικοδομητικά (Κ εποικοδομητικώς)