επιχείρηση
Προφορά
Ετυμολογία
επιχείρηση αρχαία ελληνική ἐπιχείρησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιχείρηση
✦ απόπειρα για επίτευξη σκοπού
✦ οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα για την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, με σκοπό το κέρδος
✦ στρατιωτική ενέργεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–