επιφανειακός


επιφανειακός
Προφορά

Ετυμολογία
επιφανειακός επιφάνεια

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιφανειακός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφάνεια
(μτφ. ) επιπόλαιος
✦ φαινομενικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
επιφανειακά (Κ επιφανειακώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.