επιφάνεια
Προφορά
Ετυμολογία
επιφάνεια αρχαία ελληνική ἐπιφάνεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιφάνεια
✦ το εξωτερικό ενός σώματος
✦ (μτφ. ) η φαινομενική όψη, η επίφαση
✦ (γεωμ.) έκταση με δύο διαστάσεις, μήκος και πλάτος, χωρίς βάθος, στην οποία τελειώνει ένα τμήμα του χώρου ή στερεό σώμα
✦ η εμφάνιση θεού σε θνητό
✦ (μτφ. ) οικονομική επιφάνεια, οικονομική δυνατότητα
✦ (φρ.) βγήκε στην επιφάνεια, αποκαλύφθηκε, φανερώθηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–