επιταγή
Προφορά
Ετυμολογία
επιταγή μεταγενέστερη ελληνική ἐπιταγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιταγή
✦ διαταγή, προσταγή
✦ ειδικό έντυπο το οποίο χρησιμοποιεί κάποιος για να δώσει εντολή σε τράπεζα να καταβάλει σε δικαιούχο το αναγραφόμενο επί του εντύπου ποσό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–