επιστάτης


επιστάτης
Προφορά

Ετυμολογία
επιστάτης αρχαία ελληνική ἐπιστάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επιστάτης

✦ θηλ. επιστάτρια κ. επιστάτισσα (Κ -τις, -ιδος) επόπτης, επιτηρητής: πήγε επιστάτης στα χτήματα του ξαδέρφου του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.