επισκέπτομαι
Προφορά
Ετυμολογία
επισκέπτομαι μεταγενέστερη ελληνική ἐπισκέπτομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επισκέπτομαι
✦ πηγαίνω σε ορισμένο τόπο για να παρατηρήσω, εξετάσω ή αποθαυμάσω κάτι: οι ξένοι επίσημοι επισκέφτηκαν την Ακρόπολη
✦ πηγαίνω να συναντήσω κάποιον στον τόπο διαμονής ή απασχολήσεώς του, σε εκδήλωση φιλοφροσύνης ή για άλλο σκοπό: πολλοί επισκέφτηκαν τον πρόεδρο και του ευχήθηκαν για τα γενέθλιά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–