επιρροή
Προφορά
Ετυμολογία
επιρροή αρχαία ελληνική ἐπιρροή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιρροή
✦ (μτφ. ) επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός: για τη λογοτεχνία το σπουδαίο ζήτημα είναι οι επιρροές που διαμορφώνουν την ευαισθησία και τη διατύπωση της ευαισθησίας (Γ. Σεφέρης)
✦ κύρος, δύναμη επιβολής: έχει μεγάλη επιρροή στους οικονομικούς παράγοντες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–