επιδότηση
Προφορά
Ετυμολογία
επιδότηση επιδοτώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιδότηση
✦ η παροχή χρηματικών μέσων για την εκτέλεση έργου
✦ άμεση ή έμμεση παροχή από το κράτος, οργανισμό κτλ. για οικονομικούς ή κοινωνικούς λόγους: επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–