επιδόρπιο


επιδόρπιο
Προφορά

Ετυμολογία
επιδόρπιο └ουδ┘ πληθ. του μεταγενέστερη ελληνική ἐπιθ. ἐπιδόρπιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το επιδόρπιο

✦ το προσφερόμενο σε γεύμα, μετά το κύριο φαγητό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.