επιδρομή


επιδρομή
Προφορά

Ετυμολογία
επιδρομή αρχαία ελληνική ἐπιδρομή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επιδρομή

✦ ξαφνική εισβολή σε ξένη χώρα
✦ (κ. κατ’ επέκτ.): επιδρομή αρουραίων – επιδρομή στα καταστήματα τροφίμων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.