επιδεξιότητα


επιδεξιότητα
Προφορά

Ετυμολογία
επιδεξιότητα αρχαία ελληνική ἐπιδεξιότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επιδεξιότητα

✦ ικανότητα, επιτηδειότητα σε χειρισμούς

Συνώνυμα
δεξιοσύνη
Αντίθετα
αδεξιότητα, ατζαμοσύνη
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.