επιδεινώνω
Προφορά
Ετυμολογία
επιδεινώνω επί + αρχαία ελληνική δεινόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επιδεινώνω
✦ κάνω κάτι χειρότερο απ’ ό,τι ήταν: με όσα λες επιδεινώνεις τη θέση σου – επιδεινώθηκε η κατάσταση του αρρώστου
Συνώνυμα
χειροτερεύω
Αντίθετα
καλυτερεύω, βελτιώνω
Επιρρήματα
–