επεξεργάζομαι


επεξεργάζομαι
Προφορά

Ετυμολογία
επεξεργάζομαι αρχαία ελληνική ἐπεξεργάζομαι

Ερμηνεία
ρήμα επεξεργάζομαι

✦ καταγίνομαι με τη συμπλήρωση ή διόρθωση έργου, δίνω την τελική του μορφή
✦ κατεργάζομαι, δουλεύω κάτι: εις παριανό μάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδεία του Διονύσου (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.