επεισόδιο


επεισόδιο
Προφορά

Ετυμολογία
επεισόδιο μεταγενέστερη ελληνική ἐπεισόδιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το επεισόδιο

✦ περιστατικό που ξαφνιάζει, που διακόπτει την κανονική ροή πραγμάτων
✦ λογομαχία
✦ δυσάρεστη σκηνή, καβγάς
✦ κάθε αυτοτελής διήγηση ή σκηνή σε λογοτεχνικό έργο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.