επείγων
Προφορά
Ετυμολογία
επείγων αρχαία ελληνική ρ. ἐπείγω
Ερμηνεία
επείγων
✦ -ουσα, -ον (-οντος, αρσ. κ. ουδ.) μτχ. ως επίθ. που βιάζει, που δεν επιδέχεται αναβολή ή χρονοτριβή: το θέμα έχει επείγοντα χαρακτήρα – επείγουσα διαταγή – επιστολή
✦ το ουδ. επείγον ως ουσ., κάτι που πρέπει να φτάσει στον προορισμό του το γρηγορότερο (ειδικός χαρακτηρισμός για ταχυδρομικό ή τηλεπικοινωνιακό υλικό)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–