επανάληψη
Προφορά
Ετυμολογία
επανάληψη μεταγενέστερη ελληνική ἐπανάληψις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επανάληψη
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω ή επαναλαμβάνομαι: ζητείται η επανάληψη των αρχαιρεσιών
✦ ξαναδιάβασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–