επίσημος
Προφορά
Ετυμολογία
επίσημος αρχαία ελληνική ἐπίσημος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ επίσημος -η, -ο
✦ ο προερχόμενος από δημόσια αρχή
✦ που έχει κύρος, σοβαρότητα
✦ αξιοσημείωτος
✦ εορταστικός
✦ πληθ. αρσ. οι επίσημοι ως ουσ., πρόσωπα που κατέχουν ανώτατα δημόσια αξιώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανεπίσημος
Επιρρήματα
επίσημα (Κ επισήμως)